ἀπομαραινόμενον

ἀπομαραινόμενον
ἀπομαραίνομαι
pres part mp masc acc sg
ἀπομαραίνομαι
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακμή — ἡ, ΝΑ η μείωση τής ακμής, ελάττωση τών δυνάμεων, φθίνουσα πορεία, μαρασμός (α. «η παρακμή τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» β. «διὸ καὶ δῆλόν ἐστιν οὐ παρακμῇ τινὶ δι ἡλικίαν τὸ θυμοειδὲς οὐδὲ αυτομάτως ἀπομαραινόμενον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. δύση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”